Δευτέρα, 06 Αυγούστου 2012 13:53

Άγχος Θανάτου

Ο φόβος του θανάτου υπάρχει πάντα κάτω από την επιφάνεια. Μας κυνηγάει σε όλη μας τη ζωή και εμείς χτίζουμε άμυνες – πολλές από τις οποίες βασίζονται στην άρνηση – για να μπορέσουμε να χειριστούμε την επίγνωση του θανάτου. Δεν μπορούμε όμως να τον βγάλουμε απ' το μυαλό μας. Ξεσπάει σε κάθε εφιάλτη μας. Όταν ήμασταν παιδιά μας απασχολούσε ο θάνατος κι ένας από τους μείζονες αναπτυξιακούς μας στόχους ήταν να αντιμετωπίσουμε το φόβο της ανυπαρξίας.

 

Τα στάδια της συναισθηματικής και γνωστικής εξέλιξης των παιδιών, παίζουν σημαντικό ρόλο στην αντίληψη, ερμηνεία και κατανόηση του θανάτου. Η δυνατότητα των παιδιών να κατανοήσουν τον θάνατο εξαρτάται από την δυνατότητα τους να κατανοούν αφηρημένες έννοιες. Τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας, κάτω των 5 χρονών (η προγενετική φάση του Piaget) έχουν σαν χαρακτηριστικό της σκέψης τους τον ανιμισμό ( πιστεύουν πως όλα, ακόμη και τα άψυχα αντικείμενα είναι ζωντανά ) και έχουν επίγνωση του θανάτου με την έννοια ενός αποχωρισμού που μοιάζει με ύπνο.

Για τα πολύ μικρά παιδιά, ο θάνατος δεν σημαίνει και πολλά πράγματα. Παρόλα αυτά η εμπειρία της απώλειας και του πένθους μέσα στην οικογένεια μπορεί να κάνει ένα παιδί από πολύ νωρίς να αισθανθεί την αβεβαιότητα της ύπαρξης και το άγχος του αφανισμού, γεγονός που ενδέχεται να κλονίσει τη σιγουριά και την ασφάλεια που αισθανόταν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Η ανησυχία και ο φόβος της απώλειας και της ανυπαρξίας περνούν από τρία διαφορετικά στάδια και εδραιώνεται στη συνείδηση ενός ατόμου από την ηλικία των εννέα χρόνων. Αρχικά το παιδί που δεν έχει συμπληρώσει τα 5 έτη ζωής, βλέπει τον θάνατο ως αναστρέψιμο γεγονός. Για το παιδί αυτό δεν υπάρχει « απόλυτος » θάνατος. Η απώλεια φαντάζει προσωρινή, σαν μια αποχώρηση, σαν τον ύπνο : η « αφύπνιση » έτσι είναι ζήτημα χρόνου.

Ανάμεσα στα 5 και 10 χρόνια αναπτύσσεται η αίσθηση της αναπόφευκτης μοίρας του θανάτου. Τα παιδιά φοβούνται ότι οι γονείς τους μπορεί να πεθάνουν και να τα αφήσουν μόνα. Στην ηλικία των 9 με 10 περίπου, ο θάνατος γίνεται αντιληπτός σαν κάτι που μπορεί να συμβεί στο παιδί όπως και στον γονιό. Συνήθως με την ήβη τα παιδιά είναι ικανά να κατανοήσουν όπως και οι μεγάλοι, την έννοια του θανάτου σαν ένα οικουμενικό μη αντιστρεπτό και αναπόφευκτο γεγονός. Σε αντίθεση με γονείς από άλλα μέρη του κόσμου, οι γονείς μέσων κοινωνικών στρωμάτων στις ΗΠΑ έχουν την τάση να προστατεύουν τα παιδιά τους από την γνώση του θανάτου. Σε αυτές τις περιπτώσεις η αίσθηση μυστηρίου που περιβάλλει τον θάνατο μπορεί να δημιουργήσει στα παιδία παράλογους φόβους που είναι ακριβώς το αντίθετο από τις προθέσεις των γονιών.

Σταδιακά, ανάμεσα στην ηλικία των 5 με 9 χρόνων το παιδί προσωποποιεί τον θάνατο. Μόνο από την ηλικία των εννέα χρόνων και μετά το παιδί αρχίζει να αντιλαμβάνεται την παύση όλων των λειτουργιών, την ανυπαρξία, την κατάργηση όλων των σχέσεων που είναι συνακόλουθα του θανάτου και βέβαια τον οικουμενικό του χαρακτήρα.

Οι έφηβοι μπορεί να ασχολούνται με θέματα που σχετίζονται με την εικόνα του σώματος και τον έλεγχο του περιβάλλοντός τους. Έτσι φαίνεται να εστιάζονται σε ανησυχίες για πράγματα ασήμαντα, κατά την άποψη των ενηλίκων, σε σύγκριση με τον ίδιο τον θάνατο.

Νεαροί ενήλικες που βρίσκονται στο στάδιο συντροφικότητα versus απομόνωση κατά τον erikson, προσπαθούν να αναπτύξουν νέες και βαθιές σχέσεις. Είναι δυνατόν να επικεντρωθούν στο φόβο ότι δεν θα τους δοθεί η ευκαιρία να παντρευτούν και να κάνουν παιδιά και έτσι να νιώσουν απειλημένοι από το φάσμα της απομόνωσης. Νεαροί γονείς φοβούνται ότι ο πρόωρος θάνατός τους θα έχει σαν αποτέλεσμα να μεγαλώσουν τα παιδιά τους μόνα. Φοβούνται επίσης ότι δεν θα γευτούν το ρόλο του παππού ή της γιαγιάς.

Ενήλικες μέσης ηλικίας, στο στάδιο γεννητικότητα versus στασιμότητα κατά τον erikson, μπορεί να νιώθουν τις ελπίδες τους να ασχοληθούν με τη νέα γενιά να ματαιώνονται και τις επιθυμίες να απολαύσουν τους καρπούς των κόπων τους να μην ευοδώνονται.
Οι ηλικιωμένοι που αντιμετωπίζουν τη σύγκρουση ολοκλήρωση versus απόγνωση κατά τον erikson, πρέπει να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη επίγνωση της θνησιμότητάς τους μέσα από θανάτους φίλων και μελών της οικογένειας.

Ο θάνατος επισκέπτεται κάθε ψυχοθεραπεία. Αν αγνοήσουμε την παρουσία του, δίνουμε το μήνυμα πως παραείναι τρομακτικός για να συζητηθεί. Είναι πολλοί όμως οι λόγοι για τους οποίους θα έπρεπε να θίγουμε το θέμα του θανάτου στην πορεία της θεραπείας. Πρώτα έχετε στο νου σας ότι η ψυχοθεραπεία είναι μια βαθιά και περιεκτική εξερεύνηση της πορείας του νοήματος της ζωής ενός ανθρώπου. Δεδομένου ότι ο θάνατος κατέχει τόσο κεντρική θέση στην ύπαρξη μας, δεδομένου ότι ζωή και θάνατος αλληλοεξαρτώνται, πως είναι δυνατόν να τον αγνοήσουμε; Οι άνθρωποι έχουν συνειδητοποιήσει από το ξεκίνημα της καταγεγραμμένης σκέψης πως όλα ξεθωριάζουν και σβήνουν, πως φοβόμαστε αυτό το σβήσιμο και πως πρέπει να βρούμε τρόπο να ζήσουμε, παρά τον φόβο και παρά το σβήσιμο. Οι ψυχοθεραπευτές δεν έχουν δικαίωμα ν' αγνοήσουν όλους εκείνους τους μεγάλους στοχαστές, οι οποίοι κατέληξαν στο συμπέρασμα πως για να μάθεις να ζεις καλά πρέπει να μάθεις να πεθαίνεις καλά.